Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βυζάκι — το το μικρό βυζί … Dictionary of Greek
τιτθίον — τὸ, Α [τιτθός] (υποκορ. τού τιτθός) μικρός μαστός, βυζάκι … Dictionary of Greek